αροτριώ — ἀροτριῶ ( άω και όω) (AM) οργώνω, σκάβω τη γη με άροτρο (η μτχ. τὰ ἀροτριῶντα, ως ουσ. με παράλειψη της λ. κτήνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αροτρίασις. ΣΥΝΘ. συναροτριώ αρχ. εξαροτριώ αρχ. μσν. προαροτριώ] … Dictionary of Greek
άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… … Dictionary of Greek
αροτρίαση — η (Μ ἀροτρίασις) [αροτριώ] το όργωμα … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
καμώνω — (Μ καμώνω) μέσ. καμώνομαι 1. υποκρίνομαι, προσποιούμαι («τότε καμώθηκε πως ήταν άρρωστος») 2. ακκίζομαι, κάνω νάζια 3. σιωπώ, μένω άφωνος, δεν μιλώ («όταν μιλώ εγώ, εσύ να καμώνεσαι») μσν. αροτριώ, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἔ καμ ον τού κάμνω +… … Dictionary of Greek
καταρώ — καταρῶ, όω (Α) αροτριώ, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρῶ «οργώνω»] … Dictionary of Greek
καταυλακίζω — (Μ) 1. ανοίγω αυλάκια, οργώνω, αροτριώ 2. μτφ. κάνω βαθιές πληγές, κατατραυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐλακίζω «κάνω αυλάκι σε κήπο» (< αὖλαξ «αυλάκι»)] … Dictionary of Greek
οργώνω — σκάβω τη γη με το αλέτρι, αροτριώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οργή + κατάλ. ώνω. Το ρ. έχει τη σημ. τών αρχ. ὀργῶ* «αρδεύομαι καλά για παραγωγή καρπού» και ὀργάς* «γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός». Κατ άλλη άποψη, το ρ. οργώνω έχει… … Dictionary of Greek
πολώ — έω, Α [πόλος] 1. ανοίγω τη γη με άροτρο, αροτριώ, οργώνω 2. περιφέρομαι, περιπλανώμαι 3. συχνάζω 4. μένω, κατοικώ κάπου 5. (κατά τον Ησύχ.) «πολεῑν νέμειν, βόσκειν» … Dictionary of Greek
προαροτριώ — άω, ΝΑ [ἀροτριῶ] οργώνω κάτι πρωτύτερα … Dictionary of Greek